- τηγανητός
- -ή, -όαυτός που είναι ψημένος στο τηγάνι: Τηγανητές πατάτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηγανητός — ή, ό, Ν, και μόνον ο τ. ουδ. τηγανητόν, τὸ, Α τηγανισμένος, τηγανιστός, παρασκευασμένος σε τηγάνι με καφτό λάδι ή λίπος («τηγανητές πατάτες») αρχ. (το ουδ.) τὸ τηγανητόν η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τηγανητόν < τήγανον + κατάλ. η τόν, ουδ.… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ατηγάνητος — και ατηγάνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν τον έχουν τηγανίσει 2. ανεπαρκώς τηγανισμένος, μισοτηγανισμένος 3. ακατάλληλος για τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατηγάνιστος < α στερ. + τηγανιστός < (ρ.) τηγανίζω. Ο δε τ. ατηγάνητος < α στερ. +… … Dictionary of Greek
τηγανητόν — τὸ, Α βλ. τηγανητός … Dictionary of Greek
τηγανιστός — ή, ό / τηγανιστός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγηνιστός, ή, όν, Α [τηγανίζω / ταγηνίζω] τηγανητός, τηγανισμένος (α. «τηγανιστά συκωτάκια» β. «λαμβάνονται δὲ καὶ ἐφθοὶ καὶ τηγανιστοί», Αθήν.) … Dictionary of Greek
τηγανιστός — ή, ό τηγανητός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)